μηχανέλαιο

μηχανέλαιο
το
τεχνολ. έλαιο, συνήθως ορυκτέλαιο, με το οποίο γίνεται η λίπανση τών εφαπτόμενων κινητών μερών μιας μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + έλαιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μηχανέλαιο — το λάδι για τη λίπανση μηχανών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • μηχανόλαδο — το μηχανέλαιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”